- ἀλέξανδροι
- ἀλέξανδροςdefending menmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλέξανδροι — Ἀλέξανδρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατήρ — Αρχαίο ελληνικό νόμισμα που ισοδυναμούσε με ένα δίδραχμο. Με διαφορετικό βάρος ανάλογα με το νομισματικό σύστημα που χρησιμοποιούσαν οι διάφορες πόλεις που τον έκοβαν, ο σ. ήταν κατά κανόνα χρυσός ή από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου), αλλά… … Dictionary of Greek